Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρέμι — το, Ν βλ. χράμι … Dictionary of Greek
χράμι — και χρέμι και χιράμι, το, Ν 1. χοντρό μάλλινο ύφασμα που κατασκευάζεται στον αργαλειό 2. μάλλινο κροσσωτό κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ihram «είδος μανδύα»] … Dictionary of Greek